- αὐθάδους
- αὐθά̱δους , αὐθάδηςself-willedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ξανθίας — Ξανθίας, ὁ (Α) [Ξάνθος] 1. όνομα δούλου πονηρού, κωμικού και αυθάδους, το οποίο ήταν συχνό στην αρχαία ελληνική κωμωδία 2. (ως προσηγορικό) α) δούλος β) είδος ρίψης τών ζαριών … Dictionary of Greek